- επαγγελτός
- -ή, -ό (Α ἐπαγγελτός, -ή, -όν [επαγγέλλομαι]ο γεμάτος αγαθές υποσχέσεις («ο θάνατος, η νίκη... προς ύψη επαγγελτά με πάτε», Παλαμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επάγγελτος — ἐπάγγελτος, ον (Α) εκούσιος, αυθόρμητος … Dictionary of Greek
ἐπάγγελται — ἐπάγγελτος voluntary fem nom/voc pl ἐπά̱γγελται , ἐπαγγέλλω tell perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)